Πήγαινε κάτω
Γιώργος
Γιώργος
Author
Αριθμός μηνυμάτων : 1758
https://www.proseyxi.com

Ή πραξις τής Εκκλησίας. Empty Ή πραξις τής Εκκλησίας.

Κυρ Φεβ 17, 2013 3:42 am
Ή πραξις τής Εκκλησίας.

Ή 'Αγία μας Εκκλησία τελούσε άνέκαθεν Μνημόσυνα και προσευχόταν διά τούς κεκοιμημένους. Έάν δέν θά έφερναν ωφέλειαν, δέν θά τά τελούσε καί δέν θά έδέετο ύπέρ τών άπελθοντων. Τήν δείχνουν τήν πραξιν αύτήν τής Εκκλησίας τά εξής:

α) 0ι ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ
'Όλες οι θ. Λειτουργίες έχουν, εύχές ύπέρ των κεκοιμημένων.
Ή Λειτουργία του Εύαγγελιστόύ Μάρκου γράφει:

«Καί, πάντων, τάς ψυχάς, άνάπαυσον, Δέσποτα Κύριε ο Θεος ημών, έν ταίς τών Άγιων Σου σκηναΐς, έν τη Βασιλεία Σου, χαριζομενος αύτοΐς και τάς επαγγελίας Σου, τά άνεκλάλητα άγαθά, ά οφθαλμος ούκ οίδε, και έπι καρδίαν ανθρώπου ούκ άνέβη, ά ήτοΐμασας ο Θεος, τοίς άγαπώσι το ονομά Σου το "Άγιον. Αύτος μέν ούν τάς ψυχάς άνάπαυσον, Κύριε και Βασιλείας Ούρανών άξίωσον».
Έδώ, ό Εύαγγελιστής Μάρκος φαίνεται καθαρά ότι προσεύχεται γιά όλους. «Πάντων τάς ψυχάς άνάπαυσον». Ασφαλώς δέν ή σαν και όλοι "Αγιοι αύτοί.
Και στή Λειτουργία του Ίακώβου, του Άδελφοθέου γράφεται:
((Μνήσθητι Κύριε ό Θεος, τών πνευμάτων και πάσης σαρκός, ών έμνήσθημεν καί ών ούκ έμνήσθημεν Όρθοδόξων. Έκεί αυτούς άνάπαυσον, έν χώρα ζώντων έν τή Βασιλεία Σου, έν τη τρυφή του Παραδείσου, έν τοίς κόλποις Αβραάμ, Ισαάκ καί Ιακώβ, τών Πατέρων ημών, ενθα άπέδρα οδύνη, καί στεναγμός, ένθα έπισκοπεί το φώς του προσώπου Σου καί καταλάμπει διά παντός... Δός γενέσθαι τήν προσφοράν ημών εύπρόσδεκτον, ηγιασμένης έν Πνεύματι 'Αγίω, είς εξιλασμόν (συγχώρησιν) τών ήμετέρων πλημμελημάτων καί τών του λαοϋ άγνοημάτων, καί είς άνάπαυσιν τών προκεκοιμημένων
ψυχών».
Στη Λειτουργία του 'Αγίου Κλήμεντος, πού ήταν μαθητής του Αποστόλου Πέτρου, διαβάζουμε:
«’Έτι προσφέρομέν Σοι (τήν άναίμακτον Θυσίαν) καί υπέρ πάντων τών άπ’ αίώνος Σοι ευάρεστησάντων 'Αγίων, Πατριαρχών, Προφητών, Δικαίων, "Αποστόλων, Μαρτύρων, 'Ομολογηττών, Επισκόπων, Πρεσβυτέρων, Διακόνων, Υποδιακόνων, Αναγνωστών, Ψαλτών, Παρθένων, λαϊκών καί πάντων ών αύτος έπίστασαι (τών οποίων Σύ γνωρίζεις) τά ονόματα».

'Όπως, λοιπόν, φαίνεται άπο τάς Λειτουργίας άνέκαθεν ή Εκκλησία προσευχόταν ύπέρ τών κεκοιμημένων. Πάντοτε ό
Ίερεύς μετά τον άγιασμόν τών Τίμιων Δώρων εύχόταν:
«Μνήσθητι, (θυμήσου) πάντων τών κεκοιμημένων επ’ έλπίδι άναστάσεως ζωής αιωνίου καί άνάπαυσον αυτούς ο Θεος, οπου επισκοπεί τα φως του προσώπου Σου».
Κατά δέ τήν γενέθλιαν ήμέραν της, τήν Πεντηκοστήν, ή Εκκλησία εύχεται γιά όλα τά τέκνα της, λέγουσα:
«Έπάκουσον ημών δεόμενων σου, καί άνάπαυσον τάς ψυχάς τών δούλων σου, τών προκεκοψημένων πατέρων καί άδελφών ημών, καί λοιπών συγγενών κατά σάρκα καί πάντων τών οικείων τής πίστεως, περί ών τήν μνήμην ποιουμεν νυν... Ό καί έν ταύτη τή παντελείω εορτή καί σωτηριώδει, ίλασμούς μέν ίκεσίους, ύπέρ τών κατεχομένων έν Άδη, καταξιώσας δέχεσθαι, μεγάλας δέ παρέχων ήμίν έλπίδας, άνεσιν τοίς κατεχομένοις τών κατεχόντων αύτούς άνιαρών, καί παρα ψυχήν παρά Σου καταπέμπεσθαι.
«Έπάκουσον ημών τών ταπεινών καί οικτρών δεόμενων σου καί άνάπαυσον τάς ψυχάς τών δούλων σου τών προκεκοιμημένων, έν τοπω φωτεινώ, έν τοπω χλοερώ, έν τοπω άναψύξεως, ένθα άπέδρα πάσα οδύνη, λύπη καί στεναγμός, καί κατάταξον τά πνεύματα αυτών έν σκηναίς Δικαίων.καί ειρήνης καί άνέσεως άξίωσον αύτούς. Ότι ούχ οί νεκροί αινέσουσί σε, Κύριε ουδέ οί έν άδη έξομολογησιν παρρησιάζονται προσφέρειν σοι, άλλ’ ημείς οί ζώντες εύλογοΰμεν Σε, καί ίκετεύοιμεν καί τάς ίλαστηρίους ευχάς καί θυσίας προσάγομέν Σοι υπέρ τών ψυχών αυτών».

Καί είς άλλην εύχήν της Πεντηκοστής εύχεται ή Εκκλησία:
«Δέξαι ούν, Δέσποτα, δεήσεις καί ικεσίας ήμετέρας καί άνάπαυσον πάντας τούς πατέρας έκάστου καί μητέρας καί τέκνα καί αδελφούς καί άδελφάς καί εΐ τι άλλο ομογενές καί ομόφυλον, καί πάσας τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς επ’ ελπίδι άναστάσεως ζωής αιωνίου· Καί κατάταξον τά πνεύματα αύτών, καί τά ονόματα εν ζωής βίβλω, έν κόλποι ς Αβραάμ, Ισαάκ καί Ιακώβ, εν Παραδείσω τρυφής, διά τών φωτεινών Αγγέλων σου, είσάγων άπαντας είς τάς άγιας σου μονάς (κατοικίας) ».

β) ΤΑ ΔΙΠΤΥΧΑ
Οί προσευχές για τούς κεκοιμημένους είναι Άποστολική Παράδοσις και φαίνεται άπο τά Δίπτυχα της Εκκλησίας. Τά Δίπτυχα τά διεφύλαξαν και όλες οί αιρετικές Εκκλησίες, πού άπεσχίσθησαν άπο τήν "Αγίαν και Όρθόδοξον Εκκλησίαν, ήτοι ή Κοπτική, ή Άβυσσηνιακή, ή Αρμένική, ή Παπική και άλλες.
Τά δίπτυχα είναι δύο μικρές σανίδες ενωμένες, πού κλείνουν και ανοίγουν. Επάνω σ’ αύτές ήσαν γραμμένα τά όνόματα τών Όρθοδόξων. Τά ονόματα αυτά, όπως διατάσσει και ή Ε' Οικουμενική Σύνοδος, τά έδιάβαζεν ό Διάκονος μετά τον άγιασμόν τών Τίμιων Δώρων, όταν έψάλλετο τό «” Αξιόν Έστί». Παλαιό, τά έλεγεν ό Διάκονος είς έπήκοον πάντων έπ’ άμβωνος. Γι’ αύτό κάποτε ό λαός φώναζε στον Πατριάρχη Ιωάννη τής Κωνσταντινουπόλεως: «Τά Δίπτυχα τω άμβωνι. Τά δίπτυχα άρτι φέρε».
Τά Δίπτυχα ήσαν τριών ειδών: Τών ' Αγίων, των ζώντων και τών κεκοηιημένων. Τά Δίπτυχα τών κεκοιμημένων είναι παλαιότατα, όπως φαίνεται στήν θ. Λειτουργία του Εύαγγελιστοϋ Μάρκου. Ώνομάσθηκαν δέ Δίπτυχα άπό τό πτύσσω, πού σημαίνει διπλώνω. Μετά τήν θ. Λειτουργία τά δίπλωναν και τά φυλάγανε οί ιερείς είς τό θειον Αδυτον. Τά φυλάγανε μέ μεγάλη προσοχή.
Από όλα αύτά φαίνεται, οτι ή Εκκλησία ευθύς έξ άρχής προσευχόταν γιά δλους τούς κεκοιμημένους, άνεξαρτήτως άν ήσαν καλοί ή κακοί, έκτος άπό τούς αύτοκτονούντας (τούς μή ψυχοπαθείς) και τούς αιρετικούς. Αύτοι οί δυστυχείς είναι έκτος τής Εκκλησίας, καταδικασμένοι εις Κόλασαν αιώνιον.
γ) ΤΑ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ
Στήν πράξι τής Εκκλησίας βλέπομε και τά Ψυχοσάββατα. Ή Εκκλησία τελεί κατ’ έτος Μνημόσυνα γενικά, τά λεγάμενα Ψυχοσάββατα. Τά τελεί γιά όλους εκείνους, πού δέν τούς έγιναν μνημόσυνα και στερήθηκαν τήν ωφέλειαν άπο αύτά. Και δεν τούς έγιναν Μνημόσυνα, διότι πέθαναν μακριά σέ ξένη γη, είτε πνίγηκαν σέ θάλασσες, είτε χάθηκαν σέ ερημιές, είτε ήσαν πτωχοί και δέν είχαν κανέναν, πού νά τούς κάνη Μνημόσυνα.
Τό πρώτο Ψυχοσάββατο
Αύτά γίνεται τό Σάββατο προ τών Άπόκρεω. Τό Τριώδιον της Εκκλησίας γράφει τά έξης γι αύτό τό Ψυχοσάββατο :
«Επειδή τινες άωρον πολλάκις επί ξένης υπέστησαν θάνατον έν θάλάσση τε καί άβάτοις όρεσι, κρημνοίς τε καί χάλασμασι, καί λοιμοίς καί λιμοίς καί πολέμους καί έμπρησμοίς καί άλλους παντοίους θανάτους ύπομεμεινηκότες, ϊσως δέ πένητες οντες καί άποροι και τών νενομισμένων ψαλμωδιών καί μνημοσυνών ούκ ετυχον, φιλα,νθρώπως οί θείοι Πατέρες κινούμενοι, κοινώς τούτων μνείαν απάντων τήν καθολικήν Εκκλησίαν ποιείσθαι έθεσπισαν, άπο τών Ιερών Αποστόλων διεδεξάμενοι, ινα καί οί νενομιμένων άνά μέρος διά τίνος συμβάντος μή τετυχηκότες, τη νυν κοινή μνεία κακείνοι περιλαμβάνοιν το δεικνύντες ώς καί τά υπέρ αύτών γινομενα μεγάλην αύτοίς προξενεί τήν ώ φ έ λ ε ι α ν. Καθ' ενα μέν ούν τρόπον ούτως ή του θεού Εκκλησία μνείαν έπιτελεί τών ψυχών. Δεύτερον δέ, επειδή τήν δευτέραν του Χρίστου Παρουσίαν θείναι τη επαύριον έμέλλον, άρμοζόντως καί τών ψυχών μνημονεύσουσιν».
Είς τό Η'. βιβλίον τών «’Αποοτολικών Διαταγών»· και στο κεφάλαια μβ'. υπάρχει διάταξις «περί του πώς δει και πότε γίνεσθαι τάς τών κοιμηθέντων πιοτών μνείας (Μνημόσυνα)»:
«Έπιτελείσθω λέγει τρίτα τών κεκοιμημένων έν ψαλμοίς καί άναγνώσεσι καί προσευχαΐς διά τον τριών ημερών Έγερθέντα καί ενατα είς ύπέμνησιν τών περιόντων καί τών κεκοιμημένων, καί τεσσαράκοντα κατά τον παλαιον τύπον. Μωσήν γάρ ούτως ο λαος έπένθη σε, καί ένιαύσια ύπέρ μνείας αύτου’. Καί διδοσθω έκ τών υπαρχόντων αύτοϋ πένησιν είς άνάμνησιν αύτου».
Τά Μνημόσυνα, προσθέτει, ώ φ ε λ ο ϋ ν τούς εύσεβεϊς, όχι όμως και τούς ασεβείς, τούς πεπορωμένους.
«Ταΰτα δέ περί ευσεβών λέγομεν, περί γάρ άσεβών, έάν τά του κοσμου δώς πένησιν, ούδέν ονήσεις (ωφελήσεις) αύτόν, ώ γάρ περιοντι έχθρον ήν το Θειον, δηλον οτι καί μεταστάντι. (Σέ οποίον, όταν ήταν ζωντανός, ήταν έχθρικο το Θειον, είναι φανερον οτι θά είναι καί μετά θάνατον). Ου γάρ έστιν αδικία παρ’ Αύ- τώ. Δίκαιος γάρ ο Κύριος καί δικαιοσύνας ήγάπησε'. Καί ιδού άνθρωπος καί το εργον αύτου».
Τό γιατί γίνονται τά Μνημόσυνα φαίνεται καί στα τροπάρια τών ψυχοσοββάτων.
«Τών άπ αιώνος σήμερον νεκρών απάντων κατ’ ονομα μετά πίστεως ζησάντων εύσεβώς μνήμην τελουντες οί πιστοί, τον Σωτήρα καί Κύριον άνυμνήσωμεν, αίτοΰντες έκτενώς τούτους έν ώρα της Κρίσεως απολογίαν άγαΟήν δούναι αύτώ τώ Θεώ ημών, τώ .πάσαν κρίνοντι τήν γην»...
Καϊ άλλο τροπάριον άναφέρει:
«Διο αίτοΰμεν έκτενώς τούς Σούς δούλους ανάπαυσαν έν αύλαίς Σου καί έν κόλποις Αβραάμ, τούς εΐ; Άδ'άμ μέχρι σήμερον λατρεύσα,ντάς σοι καθαρώς πατέρας καί αδελφούς ημών, φίλους ομοΰ καί συγγενείς, άπαντα, άνθρωπον τά του βίου λειτουργήσαντα καλώς... καί άξίωσον τούτους τής Ουρανίου Βασιλείας Σου»,.
Τό ίδιο λέγει και ή αϊτησις, πού γίνεται τό ψυχοσάββατο:
«’Έτι δεόμεθα υπέρ μα,καρίας μνήμης καί αιωνίου άναπαύσεως πάντων τών κεκοιμημένων ευλαβών καί Όρθοδόξων Χριστιανών, βασιλέων, αρχιερέων, ιερέων, ίερομονάχων, ίεροδιακόνων, μοναχών, μοναζουσών, πα- τέρων, προπατόρων, πάππων καί προπάππων, έκ τών άπ αρχής καί μέχρι τών εσχάτων καί υπέρ του συγ- χωρηθήναι αύτοΐς παν πλημμέλημα εκούσιον τε καί ακούσιον».
Τό θαΰμα τών κόλλυβων
Μέ τό ψυχοσάββατο σχετίζεται και τό θαύμα των κολλύβων του 'Αγ. θεοδώρου του Τήρωνος:
Ό Ίουλιανός ό Παραβάτης, όταν έβασίλευε, θέλη σε νά έπαναφέρη τήν είδωλολατρική θρησκεία. Γϊ’ αύτό κατεδίωκε σκληρά τούς πιστούς Χριστιανούς, θέλησε δέ ό άνόητος νά προσκυνούν και τιμούν οί άνθρωποι τά είδωλα καί νά περιφρονούν τον άληθινό θεό.
Ό θεομάχος καί χριστιανοδιώκτης αύτός ύπέβαλλε τούς Χριστιανούς σε φρικτά μαρτύρια. Τούς τρυπούσε τήν κοιλιά, τούς έ'βγαζε τά μάτια, τούς ξερρίζωνε τά νύχια, τούς εκοβε τη γλώσσα. Χρησιμοποιούσε σούβλες, τηγάνια και τούς τηγάνιζε σάν ψάρια. "Αλλά οί άνδρεϊοι Χριστιανοί τά ύπέμειναν μέ γενναιότητα ατράνταχτη. Έγνώριζε όμως ό άθλιος, δτι οί Χριστιανοί κατά τήν πρώτη ν εβδομάδα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής εξαγνίζονται μέ τή νηστεία, τήν προσευχή καί τις Ακολουθίες. Έκάλεσε, λοιπόν, τον "Έπαρχο τής Κων)πόλεως καί τού είπε:
— Επειδή μεταχειρίσθηκα πολλούς τρόπους καί δέν κατώρθωσα νά πείσω τούς Χριστιανούς νά θυσιάσουν στά είδωλα καί νά φανε είδωλόθυτα κρέατα από τάς θυσίας, θά τούς άναγκάσω μέ άλλον τρόπον νά φανε άπό αύτά, θέλοντας καί μη.
Οί Χριστιανοί έ'χουν αύστηρή νηστεία δλη τήν εβδομάδα αύτή μέχρι τό Σάββατο. Διατάσσω, λοιπόν, νά σηκωθούν δλα τά τρόφιμα άπό τήν άγορά καί νά μήν ύ- πάρχη τίποτε σ’ αύτήν, έκτος άπό εκείνα τά τρόφιμα καί τά ποτά, πού θά δώσω εγώ καί τά οποία θά είναι ραντισμένα μέ τό αίμα τών θυσιών μας. Κατ’ αύτόν τον τρόπον θά άγοράσουν όλοι τους άπό αύτά και άναγκαστικά θά φάνε άπό τά είδωλόθυτα. ’Άν δέ δέν θελήσυυν νά φάνε άπό αύτά, θά πεθάνουν άπό τήν πείνα.
— Τώρα, είπε ό κόλακας έκεϊνος "Έπαρχος, καταλαβαίνω, οτι ή καρδιά τού βασιλέως είναι οηά χέρια τών θεών.
Τό σατανικό αύτό σχέδιο τό έθεσαν είς εφαρμογήν. Άποσύρανε, λοιπόν, άπό τήν άγορά δλα τά τρόφιμα και τά ποτά. Πωλούσαν έκεϊ μόνον τά μεμιασμένα, τά ραντισμένα δηλαδή μέ τό αίμα τών θυσιών.
Και αύτά μέν έκαμεν ό Τουλιανός, ό θεός δμως φρόντισε νά προφυλάξη τούς ευσεβείς πιστούς του. "Έστειλε πρός τούτο τόν "Αγιο Θεόδωρο και παρουσιάσθηκε στόν Πατριάρχη, φανερά, όχι σέ όνειρο και τού είπε:
—Σήκω γρήγορα και συγκέντρωσε όλους τούς πιστούς Πές τους νά μήν άγοράση κανείς άπό τά τρόφιμα, πού πωλούν στήν άγορά ραντισμένα μέ αίμα άπό τις θυσίες τους.
— Και πως, Κύριέ μου, μπορεϊ νά προφυλαχθούν. Οι πλούσιοι, ίσως μπορέσουν, διότι έχουν παρακαταθήκη τροφίμων. Οι πτωχοί δμως πού δέν έχουν ουτε μιας ημέρας τρόφιμα, τί θά φάνε;
— Κόλλυβα θά φάνε. Τού άπήντησε ό Μάρτυς. Σιτάρι βρασμένα. Νά βράσης σιτάρι και νά τό μόιράσης στους Χριστιανούς νά φανε. Στήν Πατρίδα μου τά Εύ- χάϊτα αύτό τό βρασμένο σιτάρι τό λέγομε κόλλυβα.
"Έτσι νά κάμης γιά νά κρατήσης τό ποίμνιό σου άμίαντο και άμόλευτο.
— Και ποιος είσαι σύ, κύριε, τον έρωτά ό Πατριάρχης, πού φροντίζεις, για τήν σωτηρία τη δική μας;
— Έγώ είμαι ό Μάρτυς του Χρίστου Θεόδωρος και μέ έστειλε ό Κύριος νά σάς βοηθήσω στή δύσκολη αυτή στιγμή.
Αμέσως κατόπιν ό Πατριάρχης συγκέντρωσε τον πιστόν λαόν του Χρίστου, τούς φανέρωσε τά διατρέξαν τα λεπτομερώς. Οί Χριστιανοί, άφσυ τά ήκουσαν αύτά, τρώγανε κόλλυβα καί έμειναν τά μολεμένα τρόφιμα τής άγοράς, μέχρις δτου άναγκάσθηκαν νά τά άποσύρουν.
Οί Χριστιανοί άπο τή χαρά τους εύχαρίστησαν τον θεόν καί τον καλλίνικον Μάρτυρα Θεόδωρον.
Τό θαϋμα αύτό τών κολλύβων τό εορτάζει ή άγια μας Εκκλησία τό πρώτο Σάββατο τής Μ. Τεσσαρακοστής, τό λεγόμενον Ψυχοσάββατον. Τότε τελεϊται καί ή μνήμη του 'Αγ. Θεοδώρου.
'Όλα τά σπίτια τών Χριστιανών κάμνουν κόλλυβα καί τά πηγαίνουν είς τούς Ναούς, χάριν τών κεκοιμημένων. Τήν ήμέρα αύτή γίνεται έπίσκεψις είς τά κοιμητήρια, δπου προσφέρονται ύπό τών οίκογενιών κόλλυβα. Είς πολλά μέρη γίνεται ύπό τής Εκκλησίας δίσκος μέ κόλλυβα γιά κείνους, πού πέθαναν χωρίς κληρονόμους καί δέν έχουν ποιος νά τούς μνημονεύση, καθώο καί γιά κείνους πού σκοτώθηκαν στον πόλεμο ή χάθηκαν μακρυά στήν ξενιτειά.

Επιστροφή στην κορυφή
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης