Πήγαινε κάτω
Γιώργος
Γιώργος
Author
Αριθμός μηνυμάτων : 1758
https://www.proseyxi.com

Η Σταύρωση Empty Η Σταύρωση

Τρι Μάης 28, 2019 11:35 am
Η Σταύρωση

Τη αγία καί Μεγάλη Παρασκευή τά άγια καί σωτήρια καί φρικτά Πάθη τοϋ Κυρίου καί Θεοΰ καί Σωτήρος ημών Ίησοϋ Χρίστου έπιτελοϋμεν· τους εμπτυσμούς, τά ραπίσματα, τά κολαφίσματα, τάς ύβρεις, τούς γέλωτας, τήν πορφύραν χλαιναν, τόν κάλαμον, τόν σπόγγον, τό όξος, τούς ήλους, τήν λόγχην καί προπάντων τόν Σταυρόν, καί τόν θάνατον, ο δι’ ημάς έκών κατεδέξατο· έτι δε καί τήν τού εύγνώμονος Ληστού, τού συσταυρωθέντος αύτώ, σωτήριον έν τω Σταυρώ ομολογίαν.

Αφού ό Κύριός μας παραδόθηκε άπό τό φίλο καί μαθητή Του, πού τόν πούλησε για τριάντα άργύρια, πρώτα - ^ πρώτα οδηγείται στόν "Αννα, τόν άρχιερέα. Αύτός με τή σειρά του Τόν στέλνει στόν Καϊάφα. Έκεϊ Τόν φτύνουν στό πρόσωπο καί Τόν χτυπούν στό μάγουλο. Τήν ώρα μάλιστα πού Τόν έμπαίζουν καί Τόν περιγελούν, άκούει νά Τοϋ λένε- «Προφήτευσέ μας, Χριστέ, ποιος σέ χτύπησε»; Εκεί ήλθαν καί ψευδομάρτυρες πού Τόν κατηγορούσαν ότι είπε- «Γκρεμίστε αύτόν τό ναό, καί σέ τρεις μέρες θά τόν ξαναχτίσω». Επιπλέον ισχυρίζονταν ότι ονόμασε τόν έαυτό Του Υιό τοϋ Θεού. Τότε κι ό άρχιερέας μή μπορώντας τάχα ν’ άντέξη τή βλασφημία, έσχισε τό χιτώνα του.
Οταν ξημέρωσε, οδηγείται στον Πιλάτο, στό Πραιτώριο, όμως οί Ιουδαίοι -λέει τό Εύαγγέλιο- δέ μπήκαν μέσα, γιά νά μή μολυνθοϋν, γιατί ήθελαν νά φάνε τό Πάσχα καθαροί....!
Βγαίνει, λοιπόν, έξω ό Πιλάτος καί τούς ρωτάει- «Τί τόν κατηγορείτε;». Κι επειδή δέν Τού βρήκε τίποτα άξιο κατηγορίας, Τόν στέλνει πίσω στόν Καϊάφα. Εκείνος όμως πάλι Τόν γύρισε στόν Πιλάτο, γιατί ό Καϊάφας ήταν αυτός ό όποιος παρακινούσε τούς Ιουδαίους νά Τόν σκοτώσουν. Ό Πιλάτος τότε τούς λέει* «Πάρτε τον έσεΐς, κρίνετέ τον σύμφωνα μέ τό νόμο σας, καί σταυρώστε τον». Αύτοί όμως τού άπαντοϋν «Εμάς δέ μάς έπιτρέπεται νά σκοτώσουμε κανέναν», προκαλώντας έτσι τόν Πιλάτο νά Τόν σταυρώση. Ρωτάει, λοιπόν, τό Χριστό ό Πιλάτος, άν είναι βασιλιάς τών Ιουδαίων. Εκείνος τό παραδέχεται, άλλά διευκρινίζει ότι είναι αιώνιος Βασιλιάς. «Δέν είναι σ’ αυτόν τόν κόσμο ή Βασιλεία μου», τού λέει. Ό Πιλάτος, έπειδή θέλει νά Τόν έλευθερώση, άρχικά λέει στούς Ιουδαίους ότι δέ βρίσκει καμιά πειστική κατηγορία έναντίον Του. ’Έπειτα τούς προβάλλει τό έθιμο τής έορτής, δηλαδή τό νά άπελευθερώνη κάθε χρόνο έναν άπό τούς φυλακισμένους. "Ομως σ’ αύτούς ό Βαραββάς είναι πιό άρεστός άπό τό Χριστό. ’Έτσι ό Πιλάτος, κάνοντας τό χατήρι τών Ιουδαίων, πρώτα-πρώτα μαστιγώνει τόν ’Ιησού. "Υστερα τούς Τόν ξαναπαρουσιάζει δεμένο καί κυκλωμένο άπό στρατιώτες, ντυμένο μέ μιά κόκκινη χλαμύδα, νά φοράη άγκάθινο στεφάνι, νά κρατάη ένα καλάμι στό δεξί Του χέρι καί νά εμπαίζεται άπό τούς στρατιώτες πού Τού έλεγαν «Χαϊρε, βασιλιά ιών Ιουδαίων!». ’Έτσι, αφού έκανε όλες αύτές τις παρανομίες γιά νά τούς εύχαριστήση, πάλι τούς λέει ό Πιλάτος· «Δέν τού βρίσκω καμία κατηγορία γιά νά τόν καταδικάσω ώς ένοχο θανάτου». Αύτοί όμως έπέμεναν «Έμεϊς θά τόν τιμωρήσουμε, γιατί ονομάζει τόν έαυτό του υιό τού Θεού».
Καθώς λέγονταν όλα αύτά, ό Ίησοϋς σώπαινε. Κι οι όχλοι κραύγαζαν πρός τόν Πιλάτο- «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον». "Ηθελαν νά Τόν καταδικάσουν σέ άτιμωτικό θάνατο, γιά νά έξαλείψουν μ αύτόν τόν τρόπο κάθε καλή άνάμνηση γι’ Αύτόν. Τότε ό Πιλάτος, γιά νά τούς κάνη νά ντραπούν (καί νά σκεφθοϋν πιό συνετά), τούς λέει- «Τό Βασιλιά σας νά σταυρώσω;» Αύτοί όμως άπαντοϋν ότι δέν έχουν άλλο βασιλιά έκτος άπό τόν Καίσαρα. Κι επειδή δέν κατάφεραν τίποτα κατηγορώντας Τον μόνο ώς βλάσφημο, γι’ αΰτό άκριβώς άναφέρουν τόν Καίσαρα, γιά νά ικανοποιήσουν μ’ αύτόν τόν τρόπο τή μανία τους (γιά τήν καταδίκη τού Χριστού). Γιατί είχαν ένα νόμο πού έλεγε ότι, όποιος θεωρεί τόν έαυτό του βασιλιά, άντιστέκεται στόν Καίσαρα.
Κι ένώ συνέβαιναν αύτά, ή γυναίκα,(τοϋ Πιλάτου τού στέλνει άγγελιοφόρο ζητώντας του νά άθωώση τόν Ιησού, γιατί τή νύχτα κατατρόμαξε καί βασανίστηκε γιά χάρη Του άπό φοβερά όνειρα. Τοϋ λέει λοιπόν «Μήν άναμιχθής στήν υπόθεση αύτοΰ τοϋ δικαίου άνθρώπου. ’Ήδη όλη τή νύχτα, ταλαιπωρήθηκα πολύ γιά χάρη Του». Έτσι έκείνος, άφοϋ ένιψε τά χέρια του, θεώρησε ότι τάχα άπαλλάχτηκε άπό τήν ευθύνη γιά εκείνο τό αθώο αίμα πού θά χυνόταν. Oi Ιουδαίοι πάλι άπό κάτω φώναζαν «Τό αίμα του άς πέση σε έμάς καί στά παιδιά μας. Έάν τόν άφήσης ελεύθερο, δεν θά είσαι φίλος τού Καίσαρα».
Τότε, λοιπόν, ό Πιλάτος Τόν έδεσε, παρόλο πού ήταν σίγουρος ότι δεν έφταιγε, καί Τόν παρέδωσε στή σταυρική καταδίκη, άφοϋ πρώτα έλευθέρωσε τό Βαραββά. "Οταν τά είδε αυτά ό Ιούδας, πήγε καί πέταξε τά άργύρια στό Ναό (μπροστά ατούς άρχιερεϊς) κι άφοϋ έφυγε άπό κεί, κρεμάστηκε άπό ένα δέντρο. "Ομως δέν πέθανε άμέσως, άλλά πρήστηκε τόσο πολύ, ώστε έσπασε στή μέση καί χύθηκαν έξω τά έντόσθιά του. "Ετσι τιμωρήθηκε ό προδότης μ’ αύτόν τόν τόσο έξευτελιστικό καί φρικιαστικό τρόπο.
Οί στρατιώτες, άφοΰ πρώτα ένέπαιξαν τόν Ιησού χτυπώντας Τον μέ τό καλάμι στό κεφάλι, Τού φόρτωσαν τό Σταυρό. Σύντομα όμως άγγάρευσαν τό Σίμωνα τόν Κυρηναϊο νά τόν σηκώση στόν ύπόλοιπο δρόμο. "Εφτασαν στόν τόπο τού Κρανίου περίπου τήν τρίτη ώρα τής ημέρας, (δηλαδή κατά τις έννέα τό πρωί), κι έκεϊ Τόν σταύρωσαν. Δίπλα Του, άριστερά καί δεξιά, κρέμασαν καί άλλους δύο ληστές, γιά νά θεωρηθή άπ όσους θά Τόν έβλεπαν κι Εκείνος σάν κακούργος. Καί μάλιστα, γιά νά Τόν έξευτελίσουν μοιράστηκαν μεταξύ τους τά ίμάτιά Του. Τόν άρραφο χιτώνα Του όμως τόν έρριξαν σέ κλήρο (γιά νά μήν τόν σχίσουν). "Ολα αύτά τά έκαναν μέ τόση ΰπερβολή, σά νά ήταν μεθυσμένοι. Κι όχι μόνο αύτά, άλλά καί πάνω στό Σταυρό Τόν χλεύαζαν λέγοντας: «εμπρός, λοιπόν, έσύ πού θά γκρέμιζες τό Ναό καί σέ τρείς μέρες θά τόν ξανάχτιζες, σώσε τόν έαυτό σου». Κι άκόμα- «"Αλλους έσωσε, τόν έαυτό του όμως δέ μπορεί νά τόν σώση». Καί πάλι· «”Αν είναι βασιλιάς τοΰ Ισραήλ, άς κατεβή τώρα άπ’ τό σταυρό καί θά τόν πιστέψουμε». Βέβαια, άν έλεγαν άλήθεια, έπρεπε άμέσως χωρίς δισταγμό νά πιστέψουν σ’ Αύτόν, γιατί άποδείχθηκε ότι ήταν Βασιλιάς όχι μόνο τοΰ Ισραήλ, άλλά καί όλου τοΰ κόσμου. Αλλιώς, τί ήθελε ό ήλιος κι έκρυψε τις άκτΐνες του γιά τρεις ολόκληρες ώρες, καί μάλιστα στή μέση τής ημέρας; Ασφαλώς γιά νά γίνη τό Πάθος ολοφάνερο σέ όλους. Καί ή γή γιατί σείστηκε; Οί πέτρες γιατί άνοιξαν, άν όχι γιά νά έλέγξουν τή σκληρότητα τών Ιουδαίων; Κι άκόμα δέν άναστήθηκαν πολλά σώματα νεκρών, γιά νά έπιβεβαιώσουν τήν κοινή ’Ανάσταση καί γιά νά φανερώσουν τή δύναμη του Πάσχοντος; Καί τέλος, τό καταπέτασμα τοΰ Ναού πού σχίσθηκε στά δυό, δέν έδειχνε κατά κάποιο τρόπο τό θυμό τοΰ Ναοΰ γιά Εκείνον πού έπασχε καί δοξαζόταν μέσα σ’ αύτόν; ’Εξάλλου, ό Ναός δέν ξεσκέπαζε μ’ αύτόν τόν τρόπο κι αύτά πού ώς τότε ήταν κρυμμένα γιά τούς άνθρώπους;
Τήν τρίτη ώρα, λοιπόν, σταυρώθηκε ό Χριστός, όπως λέει ό Εύαγγελιστής Μάρκος. Κι άπό τήν έκτη ώρα ώς τήν ένάτη (δηλαδή άπό τις δώδεκα τό μεσημέρι ώς τις τρεις τό απόγευμα), έγινε σκοτάδι σέ όλη τή γή.
Τότε κι ό Λογγϊνος ό 'Εκατόνταρχος, βλέποντας όλα αύτά τά παράδοξα καί ιδίως τό ότι έσκοτίσθη ό ήλιος, ομολόγησε μεγαλόφωνα: «Αληθινά, αύτός ήταν Υιός του Θεού!».
Έν τώ μεταξύ ό ένας άπό τούς ληστές έβριζε τόν Ίησοϋ. Ό άλλος όμως τόν εμπόδιζε κι έντονα τόν μάλωνε κι ομολογούσε πώς είναι Υιός τού Θεού. Τότε κι ό Σωτήρας μας άνταμείβοντάς τον γιά τήν πίστη του, τού υπόσχεται ότι θά μείνει γιά πάντα μαζί Του στόν Παράδεισο.
Τελικά άφοΰ έκτοξεύθηκε κατά τού Χριστού κάθε είδος ύβρεως, ό Πιλάτος έγραψε κι επιγραφή άπό πάνω Του, ή όποια έλεγε: «Αύτός είναι ό Ιησούς, ό Ναζωραίος, ό Βασιλιάς των Ιουδαίων». Βέβαια, οί 'Εβραίοι τόν πίεζαν νά μή γράψη έτσι, άλλά νά γράψη ότι Εκείνος είπε πώς είναι βασιλιάς τους. Μά ό Πιλάτος τούς άποκρίθηκε· «"Ο,τι έγραψα, έγραψα».
"Επειτα, όταν ό Σωτήρας μας είπε- «Διψώ», ανακάτεψαν ϋσσωπο (ένα πολύ πικρό χορτάρι) μέ ξύδι καί Τού τό πρόσφεραν. Τότε Εκείνος είπε- «Τετέλεσται», δηλαδή όλα πιά τελείωσαν, κι άφοϋ έγειρε τό κεφάλι παρέδωσε τό Πνεύμα. "Υστερα όλοι Τόν έγκατέλειψαν κι έφυγαν. Ή μητέρα Του όμως καθόταν δίπλα στό Σταυρό μαζί μέ τήν αδελφή της τή Μαρία, τή σύζυγο τού Κλωπά (καί τή Μαρία τή Μαγδαληνή). Επιπλέον δίπλα στό Σταυρό καθόταν κι ό Ιωάννης, ό άγαπημένος Του μαθητής.
Οι άγνώμονες Ιουδαίοι, λοιπόν, μή άνεχόμενοι νά βλέπουν τά σώματα κρεμασμένα στό Σταυρό (έπειδή ήταν σπουδαία ή ημέρα τού Πάσχα καί ή Παρασκευή), ζήτησαν άπ’ τόν Πιλάτο νά συντρίψουν τά σκέλη τών καταδίκων, γιά νά έπισπευθή ό θάνατός τους. Καί πράγματι, έσπασαν τά κόκκαλα τών δύο ληστών, γιατί ήταν άκόμα ζωντανοί. "Οταν όμως έφτασαν στόν Ίησοϋ, βλέποντας Τον ήδη νεκρό, δίστασαν νά τό κάνουν. "Ενας όμως άπό τούς Ρωμαίους στρατιώτες, γιά νά κάνη τό άπάνθρωπο χατήρι τών άχαρίστων Ιουδαίων, σήκωσε τό δόρυ του καί λόγχισε τό Χριστό στή δεξιά πλευρά Του. Κι άμέσως χύθηκε αίμα καί νερό. Τό ένα ήταν γιά τήν άνθρώπινη φύση του Ίησοϋ, ενώ τό άλλο γιά τή θεϊκή. Κι επιπλέον, τό αίμα συμβόλιζε τή Μετάληψη τών θείων άγιασμάτων, ένώ τό νερό τό Βάπτισμα. Κι έκείνη ή δίκρουνη πηγή άποτέλεσε πραγματικά τή βάση τών Μυστηρίων τής πίστεώς μας. Αύτά τά είδε κι ό Ιωάννης καί τά έπιβεβαιώνει κι είναι άληθινή ή μαρτυρία του, γιατί ήταν παρών σέ όλα καί τά καταγράφει. Εξάλλου, άν ήθελε νά γράψη ψέμματα, δέ θά συνέγραφε κι εκείνα πού φαίνονται ότι προξενούν ντροπή στό Διδάσκαλό του (όπως π.χ. ή ειρωνική έπιγραφή κι ό λογχισμός). Ό Ιωάννης, λένε, ότι καθώς ήταν τότε παρών, συγκέντρωσε τό θείο καί ύπεράγιο Αίμα πού έρρεε άπό τή ζωήρρυτη πλευρά, μέσα σέ κάποιο δοχείο πού βρήκε έκεΐ κοντά.
"Ολα αύτά συνέβησαν μ αύτόν τόν υπερφυσικό τρόπο. Κι όταν έφτασε πιά τό δειλινό, βγαίνει ό Ίωσήφ άπ’ τήν Άριμαθαία, ένας μαθητής πού κρυβόταν έξ άρχής, όπως κι oi υπόλοιποι. Αύτός πηγαίνει μέ τόλμη στόν Πιλάτο, πού ήταν γνωστός του, καί ζητάει τό σώμα τοΰ Ίησοϋ. ’Εκείνος τοϋ έπιτρέπει νά τό πάρη. Κι ό Ιωσήφ τό κατέβασε άπ’ τό Σταυρό μέ όλη του τήν εύλάβεια. "Οταν σέ λίγο έπεσε ή νύχτα, ήλθε κι ό Νικόδημος, φέρνοντας κάποιο μείγμα φτιαγμένο άπό σμύρνα καί άλόη, κατάλληλο γιά τή περίσταση. Αύτοί οι δυό Τόν τύλιξαν μ’ ένα σεντόνι, όπως συνήθιζαν οί Ιουδαίοι νά ενταφιάζουν, καί Τόν τοποθέτησαν έκεΐ κοντά, στό μνημείο πού εϊχε σκαλίσει άπό πέτρα γιά τόν εαυτό του ό Ιωσήφ καί στό όποιο κανείς άλλος δέν είχε ταφεί πρωτύτερα. Τόν έβαλαν μάλιστα στό κενό μνήμα μή τυχόν, όταν άναστηθή ό Ιησούς, οί έχθροί Του είποϋν, ότι άλλος άναστήθηκε.
Ό Εύαγγελιστής, μάλιστα, έπίτηδες άναφέρει τό μείγμα τής άλόης καί τής σμύρνας, πού είναι δύο πολύ κολλητικές ούσίες, γιά νά μή νομίσουν οί Ιουδαίοι ότι ό Ιησούς κλάπηκε, όταν δοϋν τό σουδάριο καί τό σεντόνι έγκατελειμμένα στόν τάφο. Γιατί πώς θά μπορούσε νά γίνη αύτό; Καί νά τό ήθελαν οί μαθητές Του, δέ θά μπορούσαν νά τό κάνουν, γιατί δέν είχαν τόση άνεση χρόνου καί τόση τόλμη, ώστε νά καθήσουν νά τά ξεκολλήσουν άπ’ τό σώμα Του καί νά τ’ άφήσουν έκεϊ μέσα.
"Ολα αύτά, τά όποια έγιναν μέ τόσο παράδοξο τρόπο τήν ημέρα τής Παρασκευής, θέσπισαν οί θεοφόροι Πατέρες μας νά τά φέρνουμε κι έμεΐς σήμερα στή μνήμη μας μέ συντριβή καρδιάς καί μέ κατάνυξη.
Πρέπει νά ξέρουμε όμως ότι ό Κύριός μας σταυρώθηκε τήν έκτη ημέρα τής εβδομάδας, δηλαδή τήν Παρασκευή, έπειδή στήν άρχή τής Δημιουργίας τού κόσμου, ό άνθρωπος πλάστηκε τήν έκτη ημέρα. Αλλά καί τήν έκτη ώρα τής ημέρας καρφώθηκε ό Κύριος στό Σταυρό έπειδή, όπως λένε, κι ό Άδάμ τήν ί'δια ώρα άπλωσε τά χέρια του κι έφαγε τόν άπαγορευμένο καρπό καί πέθανε. ’Έπρεπε, δηλαδή, ό άνθρωπος, νά άναπλαστή καί πάλι, τήν ϊδια άκριβώς ώρα μ’ έκείνη πού συντρίφτηκε άπ τό διάβολο καί νικήθηκε.
'Ο Ιησούς σταυρώθηκε σε κήπο, γιατί κι ό Άδάμ στόν κήπο τού Παραδείσου αμάρτησε. Ή πικρή γεύση πού αίσθάνθηκε ό Κύριός μας όταν ήπιε τό ξύδι μέ τόν ϋσσωπο, θεράπευσε τή ζημιά πού προκάλεσε ό Άδάμ μέ τή γεύση τού άπαγορευμένου γλυκού καρπού στόν Παράδεισο. Τό ράπισμα πού δέχτηκε ό Κύριος, φανέρωνε τή δική μας άπελευθέρωση. Τό φτύσιμο κι ή άτιμωτική πορεία Του έδειχνε τήν πρός έμάς τιμή. Τό αγκάθινο στεφάνι φανέρωνε τήν άπομάκρυνση τής κατάρας άπό πάνω μας. Ή πορφυρή χλαμύδα συμβόλιζε τούς δερμάτινους χιτώνες, δηλαδή τήν άνθρώπινη φύση πού φόρεσαν έκείνη τήν ημέρα ό Άδάμ καί ή Εύα, άλλά καί τή βασιλική στολή πού μάς χάρισε ύστερα ό Ιησούς. Τά καρφιά συμβόλιζαν τήν προηγούμενη ολοκληρωτική άκινητοποίησή μας άπό τήν άμαρτία. Ό Σταυρός θύμιζε τό ξύλο (δηλαδή τό δέντρο) στόν Παράδεισο. Ή λογχευμένη πλευρά τού Ιησού είκόνιζε τήν πλευρά τού Άδάμ, άπό τήν όποια δημιουργήθηκε ή Εύα, άπ’ τήν όποια (Εύα) προήλθε τελικά ή παράβαση. Ή λόγχη μάς θυμίζει τήν πύρινη ρομφαία μέ τήν όποια φυλασσόταν ό Παράδεισος (καί μέ τήν όποια ό άγγελος έδιωξε τούς Πρωτοπλάστους άπό έκεϊ). Τό νερό πού έτρεξε άπό τήν πλευρά Του, ήταν εικόνα τού Βαπτίσματος. Τό αίμα καί τό καλάμι σήμαιναν ότι ό Χριστός σάν βασιλιάς μας χάρισε τήν άρχαία πατρίδα, σάν μέ έγγραφο γραμμένο μέ κόκκινα γράμματα.
Λέγεται μάλιστα δτι τό κρανίο τού Άδάμ βρισκόταν εκεί όπου σταυρώθηκε ό Χριστός, η κεφαλή όλων μας. Βαπτίστηκε, λοιπόν, κι ό Άδάμ με τό αίμα τοϋ Χριστού πού χύθηκε εκεί. Λέγεται μάλιστα ό Γολγοθάς Κρανίου τόπος, γιατί άκριβώς έκεϊ, τόν καιρό τού κατακλυσμού ή γή έβγαλε έξω τό κρανίο τού ’Αδάμ κι ήταν θέαμα φοβερό νά τό βλέπη κανείς. Γι’ αύτό τό λόγο ό σοφός βασιλιάς Σολομών, άπό σεβασμό στόν προπάτορά μας Άδάμ έβαλε τό στρατό του καί κάλυψε μέ πολλές πέτρες τήν περιοχή. "Ετσι ό τόπος αύτός άπό τότε ονομάστηκε Λιθόστρωτο.
Λένε μάλιστα κάποιοι έγκριτοι άγιοι πατέρες πώς ή παράδοση αναφέρει ότι καί ό ίδιος ό Άδάμ τάφηκε έκεϊ άπό κάποιον άγγελο. Έκεϊ, λοιπόν, όπου ήταν τό πτώμα τοϋ Άδάμ, έκεϊ παρουσιάστηκε κι ό ούράνιος άετός, ό Χριστός, ό αιώνιος Βασιλιάς, ό νέος Άδάμ, γιά νά θεραπεύση μέ τό ξύλο τοϋ Σταυρού τόν παλαιό Άδάμ πού είχε ξεπέσει καί άμαρτήσει μέ τό πρώτο έκεΐνο ξύλο, τό δέντρο τής παρακοής.
Τη ύπερφυεϊ καί περί ημάς παναπείρω σου εύσπλαγχνίςι. Χριστέ ό Θεός, έλέησον ημάς. Αμήν.
Επιστροφή στην κορυφή
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης